- ταχυαρρυθμία
- η, Νιατρ. κατάσταση κατά την οποία ο καρδιακός ρυθμός είναι συγχρόνως ακανόνιστος και παθολογικά συχνός και η οποία συναντάται επί κολπικής μαρμαρυγής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tachyarythmie < ταχυ-* + αρρυθμία].
Dictionary of Greek. 2013.